Της Βασιλικής Τεκέδη, λογοπεδικός
Επειδή ό,τι πολυτιμότερο έχουμε στη ζωή μας είναι τα παιδιά μας, γι αυτό και οφείλουμε να τα φροντίσουμε με το παραπάνω. Σημαντικό κομμάτι αυτής της φροντίδας είναι η λεπτομερής παρατήρηση του παιδιού μας στην καθημερινότητά του σε σχέση με το επίπεδο ομιλίας του και γενικότερα της επικοινωνίας του.
Το ερώτημα, βέβαια, που αμέσως γεννάται είναι κατά πόσο ένας γονιός μπορεί να διακρίνει κάτι τέτοιο. Αρχικά, αν υπάρχουν μεγαλύτερα παιδιά στην οικογένεια γίνεται αυτόματα η σύγκριση για τα αντίστοιχα ηλικιακά στάδια. Κατόπιν, προσπαθούμε να εντοπίσουμε τις τυχόν δυσκολίες, που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητα σε σχέση με το πόσο εύκολα επικοινωνούμε με το παιδί μας. Όταν λοιπόν παρουσιάζεται μια τέτοια δυσκολία αμέσως καλούμε τον ειδικό. Ο λογοπεδικός με μια απλή αξιολόγηση, η οποία δεν επιβαρύνει ψυχικά το παιδί μας μπορεί να μας καταδείξει τα σημεία αυτά του παιδιού, που συγκλίνουν ή αποκλίνουν από τα βασικά στάδια της φυσιολογίας. Είναι επίσης σημαντικό να μην ξεχνάμε, ότι όσο νωρίτερα θα υποστηριχτεί θεραπευτικά το παιδί μας, τόσο γρηγορότερα θα εξελιχθεί γλωσσικά.
Άλλωστε το καλό επίπεδο ομιλίας το αποζητούμε, προκειμένου να υπάρχει μια βασική επικοινωνία με σκοπό την κοινωνική επαφή με τους συνανθρώπους μας. Αν δεν ικανοποιείται αυτή η ανάγκη, τότε μια σειρά από προβλήματα δημιουργούνται. Είναι αναγκαία η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία των δυσκολιών του παιδιού μας, γιατί μπορεί να επηρεάσουν μετέπειτα την κοινωνική, μαθησιακή και συναισθηματική ζωή του.
Η ουσιαστικότερη επιδίωξη ενός λογοθεραπευτή ανεξαρτήτως των ελλειμμάτων, που έχει να αντιμετωπίσει είναι να μπορέσει στο τέλος των θεραπειών να έχει δομήσει έτσι μια προσωπικότητα, η οποία να είναι ανεξάρτητη, αυτάρκης με αυτοπεποίθηση έτοιμη να διεκδικήσει το χώρο, που της αναλογεί στην κοινωνία.
Ο λογοπεδικός συνεπώς ακολουθεί κάποια γλωσσικά στάδια, ώστε να εντοπίσει τις δυσκολίες αρχικά του παιδιού και έπειτα την πρόοδο και εξέλιξή του. Σε αδρές γραμμές λοιπόν ένας γονιός, που δεν έχει περαιτέρω γνώσεις μπορεί να διακρίνει προγλωσσικά σε ένα βρέφος 3μηνών κάποιες φωνούλες, οι οποίες σιγά – σιγά στους 6 μήνες γίνεται βάβισμα, ένα πραγματικά υπέροχο παιχνίδι φώνησης. Στους 12 μήνες περίπου υπάρχουν τα πρώτα δείγματα κοινωνικοποιημένου παιχνιδιού. Σε αυτό σημαντική θέση κατέχουν εκτός της φωνής οι γκριμάτσες, η βλεμματική επαφή και η εναλλαγή συναισθημάτων χαράς και γέλιου. Μετά τον πρώτο χρόνο εμφανίζεται ένα πρώτο λεξιλόγιο με το οποίο το παιδί αρχίζει να επικοινωνεί με τους οικείους και το οποίο του δίνει το δικαίωμα της εξωτερίκευσης. Γύρω στα 2έτη πια έχουμε την εμφάνιση φράσεων με σκοπό πριν τα 3 έτη να υπάρχει χρήση του ρήματος, με αποτέλεσμα να δημιουργείτε μια μικρή πρόταση. Στα 4 έτη είναι το στάδιο της δόμησης της γλώσσας. Και στα 5 έτη υπάρχει η ολοκλήρωση όλων των γλωσσικών ικανοτήτων. Στην ηλικία των πέντε χρόνων μπορείς να μιλάς ισότιμα και να συζητάς για αρκετά θέματα μαζί του.
Ένα σημαντικό στοιχείο, στο οποίο φαίνεται η αναπτυξιακή εξέλιξη του παιδιού μας είναι το κοινωνικοποιημένο παιχνίδι. Όλα τα παιδιά, που αντιμετωπίζουν διάφορα ελλείμματα δυσκολεύονται πολύ στο παιχνίδι.
Το παιδί έχει έμφυτη την ανάγκη να παίξει. Από τη γέννησή του διαπιστώνεται η προτίμησή του στο παιχνίδι. Όσο το παιδί μεγαλώνει αυτή η προτίμηση γίνεται ανάγκη και κατόπιν συνειδητή επιλογή. Ενώ στην αρχή στους πρώτους 3 μήνες της γέννησής του στο μωρό αρέσει να παίζει με την κουδουνίστρα ή με ένα αρκουδάκι, κλαίει, όταν το χάνει. Στα 3 έτη το παιδί ξεκινώντας και τον παιδικό σταθμό αποζητά να βρεθεί με τους συνομηλίκους του, επιδιώκει να περνάνε ώρες μαζί και να μοιράζονται εμπειρίες και να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Το παιχνίδι αποτελεί το μικρόκοσμο μιας κοινωνίας, η οποία λειτουργεί σωστά και ευχάριστα, όταν οι εμπλεκόμενοι τηρούν τους κανόνες και συμπεριφέρονται δίκαια και με ειλικρίνεια μεταξύ τους.
Το παιχνίδι είναι τόσο σημαντικό, γιατί σε αυτό ξεδιπλώνεται ο χαρακτήρας και το δυναμικό του κάθε παιδιού. Μέσω του παιχνιδιού το παιδί κοινωνικοποιείται και εξελίσσεται αναπτυξιακά. Επιπλέον, το παιδί στο παιχνίδι αναγνωρίζει τα όριά του και απελευθερώνεται από πράγματα, που ίσως το φόβιζαν.
Αντιμετωπίζοντας το παιχνίδι πιο στενά επιστημονικά διαπιστώνεται, ότι αυτό βελτιώνει πολλές από τις λειτουργίες του παιδιού. Έχει αποδειχθεί από έρευνες, ότι το παιχνίδι οξύνει τη φαντασία του παιδιού και το κρατάει σε εγρήγορση, μια και παίζοντας προσπαθεί να εξερευνήσει και να ανακαλύψει τρόπους, ώστε να τα καταφέρει.
Αδιαμφισβήτητα, η ύπαρξη του παιχνιδιού είναι τόσο σημαντική, αφού είναι το απόλυτο μέσο, που προσφέρει ευχαρίστηση και ικανοποίηση στα παιδιά.
Στόχος όλων λοιπόν των θεραπευτών και συγκεκριμένα των λογοθεραπευτών είναι να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις, ώστε τα παιδιά να μπορούν να παίζουν. Ταυτόχρονα ο γονιός παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο παίζει το παιδί του συλλέγει πολύτιμες πληροφορίες, με σκοπό να ενημερώσει κατάλληλα το θεραπευτή για τα προτερήματα, αλλά και τις δυσκολίες του παιδιού του. Η μεταξύ τους συνεργασία θα δώσει την καλύτερη πρόγνωση στην μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού του.