Ελένη Καραβάκα – Μικροβιολόγος, Βιοπαθολόγος
Η βιταμίνη D είναι μία λιποδιαλυτή βιταμίνη,η οποία έχει δύο κύριες μορφές.Τη βιταμίνη D2,η οποία προέρχεται από διαιτητικές πηγές με βασική κύρια πηγή τα ψάρια,και τη βιταμίνη D3,η οποία παράγεται στο δέρμα όταν εκτίθεται στο ηλιακό φως και πιο συγκεκριμένα στην υπεριώδη ακτινοβολία UVB. Επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D3 μπορούν να παραχθούν στο δέρμα μετά από 10-20 λεπτά έκθεσης στον ήλιο, χωρίς αντηλιακό τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα. Μετά την παραγωγή της βιταμίνης D στο δέρμα ή την πρόσληψή της από τρόφιμα μετατρέπεται στο ήπαρ και τους νεφρούς σε 1,25-διύδροξυ-βιταμίνη D, η οποία ρυθμίζει τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου στο αίμα παράγοντας την απορρόφησή τους από την τροφή στο έντερο και την επαναρρόφηση του ασβεστίου στα νεφρά.
Ποιοί διατρέχουν κίνδυνο
Η έλλειψη της βιταμίνης D είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα που εντείνεται διαρκώς. Οι κύριοι παράγοντες που οδηγούν στην εμφάνιση χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D είναι:
- το σκούρο χρώμα δέρματος, γιατί η μελανίνη εμποδίζει την απορρόφηση της UVB ακτινοβολίας
- η χαμηλή έκθεση στον ήλιο κύριως σε ηλικιωμένα άτομα ή η υπερβολική χρήση αντηλιακών
- οι διατροφικές συνήθειες και η απουσία εμπλουτισμού των τροφών με βιταμίνη D
- σύνδρομα δυσαπορρόφησης όπως κοιλιοκάκη, νόσος Crohn, κυστική ίνωση, ηπατικές ή νεφρικές διαταραχές
- παχύσαρκα άτομα
- τα βρέφη που θηλάζουν, γιατί το ανθρώπινο γάλα από μόνο του δεν έχει επαρκείς ποσότητες βιταμίνης D.
- φάρμακα όπως τα κορτικοστεροειδή και τα βαρβιτουρικά μπορούν να μειώσουν τα επίπεδα της βιταμίνης D.
Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα περίπου το 50% του πληθυσμού της γης έχει σαφή έλλειψη βιταμίνης D.Η ακριβής εκτίμηση και αξιολόγηση των επιπέδων της βιταμίνης D στηρίζεται στη μέτρηση των επιπέδων της ολικής βιταμίνης D(25-ΟΗVitaminD). Πολλές φορές γίνεται μέτρηση της 1,25,αν και είναι ένας πολύ ευμετάβλητος δείκτης και η τιμή της αυξομειώνεται με την πρόσληψη ασβεστίου. Επιπλέον όταν τα επίπεδα της ολικής 25OHD3 είναι χαμηλά ο οργανισμός την αντισταθμίζει αυξάνοντας την 1,25,γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη εκτίμηση επάρκειας της βιταμίνης D, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ανεπάρκεια.
Τιμές Αναφοράς
- 25 – Υδροξυ Βιταμίνη D (25-OHD3)
- Σοβαρή Έλλειψη: < 10.0 ng/ml
- Μέτρια Έλλειψη: 10.0 – 24.9 ng/ml
- Βέλτιστο: 25.0 – 80.0 ng/ml
- Υπερβιταμίνωση: > 80.0 ng/ml
- 1,25 – Διυδροξυ Βιταμίνη D (1,25ΟΗD3)
- Άνδρες: 18.0 – 64.0 pg/ml
- Γυναίκες: 18.0 – 78.0 pg/ml
- Παιδιά: 24.0 – 86.0 pg/ml
Που βοηθάει
- Οστά και μύες: Η βιταμίνη D, όπως και το ασβέστιο, είναι απολύτως απαραίτητη για τη διατήρηση της οστικής μάζας και της ακεραιότητας των οστών. Είναι γνωστό πλέον ότι η έλλειψή της κατά την παιδική ηλικία οδηγεί σε ανάπτυξη ραχίτιδας, ενώ στους ενήλικες σε οστεομαλακία.
- Καρδιά: H έλλειψη βιταμίνης D έχει συνδεθεί με παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις όπως η υπέρταση, ο διαβήτης, καρδιαγγειακά επεισόδια όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου καθώς και με κλινικούς δείκτες αθηροσκλήρωσης.
- Καρκίνος: Πειραματικές, επιδημιολογικές και κλινικές μελέτες δείχνουν έναν προστατευτικό ρόλο της βιταμίνης D έναντι της καρκινογένεσης στο κόλον και σε άλλους ιστούς συμπεριλαμβανομένου του παγκρέατος ,ενώ σύμφωνα με επιστήμονες οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού έχουν συχνά χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα.
- Πολλαπλή σκλήρυνση: Σύμφωνα με μελέτη, τα επίπεδα της βιταμίνης D που κυκλοφορούν στο αίμα παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της πολλαπλής σκλήρυνσης ,ενώ στους ασθενείς έχουν διαπιστωθεί χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα κυρίως σε περιόδους υποτροπών της νόσου.
- Διαβήτης: Έχει παρατηρηθεί ότι τα άτομα που έχουν διαβήτη, αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη ή μεταβολικό σύνδρομο έχουν συνήθως ανεπαρκείς συγκεντρώσεις βιταμίνης D στο αίμα τους ,ενώ σύμφωνα με μελέτες έχει σημαντικό ρόλο στην ομοιόσταση της γλυκόζης και στην απελευθερωση της ινσουλίνης.
- Λοιμώξεις αναπνευστικού-γρίππη: Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D είναι πιο πιθανό να πάθουν γρίππη κ κρυολόγημα με τον κίνδυνο να είναι μεγαλύτερος σε άτομα με άσθμα ή άλλες πνευμονικές παθήσεις.
Πρόληψη και αντιμετώπιση
Ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να συνθέσει το 90% της βιταμίνης D μέσω της υπεριώδους ακτινοβολίας του ήλιου και μόνο το 10% μέσω των τροφών. Μεγαλύτερη περιεκτικότητα διαθέτουν τα λιπαρά ψάρια (σολωμός,τόνος,σκουμπρί),το συκώτι και το αυγό, ενώ υπάρχουν τροφές (γάλα,δημητριακά)που μπορούν να ενισχυθούν με βιταμίνη D αλλά σε χαμηλά επίπεδα. Τα επίπεδα της βιταμίνης D μπορούν να αυξηθούν σημαντικά από την έκθεση στο ηλιακό φως. Θεωρητικά η καθημερινή έκθεση στον ήλιο για μερικά λεπτά είναι σε θέση να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες του οργανισμού.
Στα χορηγούμενα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα ή συμπληρώματα διατροφής υπάρχουν δύο διαφορετικές μορφές βιταμίνης D. Οι κυριότερες είναι η εργοκαλσιφερολη (D2) και η χοληκαλσιφερόλη (D3).Συνιστάται η χορήγηση της βιταμίνης D3 καθώς αποτελεί τη φυσική μορφή και έχει τη δυνατότητα να ανεβάσει τα επίπεδα της ολικής βιταμίνης D αποτελεσματικότερα. Η συνιστώμενη δόση βιταμίνης D εξαρτάται από το βαθμό έλλειψης και η θεραπεία υποκατάστασης είναι πολύ ασφαλής χωρίς να παρατηρούνται συνήθως προβλήματα από τη χορήγηση της.
Συμπερασματικά καταλήγουμε στο γεγονός ότι η βιταμίνη D αποτελεί ένα “φάρμακο” το οποίο κτίζει γερά οστά, δυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα και μειώνει τον κίνδυνο για διαβήτη, καρδιοπάθειες και καρκίνο. Είναι βασική προϋπόθεση συνεπώς η διατήρηση των φυσιολογικών επιπέδων της στον οργανισμό, για τη διατήρηση της καλής υγείας και της βελτίωσης της ποιότητας ζωής μέσω και της πρόληψης διαφόρων παθολογικών καταστάσεων.