Βασίλειος Παππάς, γαστρεντερολόγος
Η δοκιμασία εκπνοής υδρογόνου αποτελεί ένα αξιόπιστο, ανώδυνο και μη επεμβατικό τέστ που χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση διαταραχών του πεπτικού συστήματος. Παθήσεις όπως η βακτηριακή υπερανάπτυξη λεπτού εντέρου και η δυσανεξία σε υδατάνθρακες (λακτόζη, φρουκτόζη κ.α.), ανιχνεύονται με αυτή τη δοκιμασία.
Οι ασθενείς με λειτουργικές παθήσεις του πεπτικού συστήματος (ευερέθιστο έντερο, δυσπεψία) πάσχουν από χρόνια συμπτώματα όπως κοιλιακό πόνο, μετεωρισμό (φούσκωμα), διαταραχές κενώσεων (διάρροια, δυσκοιλιότητα), μεταγευματικό αίσθημα κορεσμού.
Πολλοί από αυτούς έχουν υποδιαγνωσμένη δυσανεξία σε υδατάνθρακες των τροφών ή βακτηριακή υπερανάπτυξη λεπτού εντέρου (SIBO). Το τεστ δυσανεξίας υδρογόνου είναι δοκιμασία υψηλής ευαισθησίας και ειδικότητας και χρησιμοποιείται σήμερα για τον αποκλεισμό ή την τεκμηρίωση των ανωτέρω παθήσεων.
Πως πραγματοποιείται το τεστ;
Στα φυσιολογικά άτομα το παχύ έντερο είναι ο μόνος τόπος σημαντικής παραγωγής αερίων, που προέρχονται από τον μεταβολισμό (ζύμωση) των υδατανθράκων που δυσαπορροφήκαν από την εντερική χλωρίδα. Τα παραγόμενα αέρια (μεταξύ των οποίων και το υδρογονο), απορροφώνται από το τοίχωμα του εντέρου, εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος και αποβάλλονται με τον εκπνεόμενο αέρα.
Στη δοκιμασία εκπνοής υδρογόνου ο ασθενής λαμβάνει αρχικά από το στόμα υγρό διάλυμα του υδατάνθρακα υπό εξέταση (λακτόζη, φρουκτόζη, γλυκόζη).
Στη συνέχεια, με τη χρήση ειδικού εξοπλισμού συλλέγεται το εκπνεόμενο υδρογόνο σε τακτά χρονικά διαστήματα και υπολογίζεται η πυκνότητά του. Αν ο ασθενής πάσχει από δυσανεξία σε υδατάνθρακες των τροφών ή βακτηριακή υπερανάπτυξη λεπτού εντέρου, τα επίπεδα εκπνεόμενου υδρογόνου είναι ιδιαίτερα αυξημένα.
Ποιά είναι η προετοιμασία πριν το τεστ;
Οι ασθενείς δεν πρέπει να λάβουν αντιβιοτικά για 4 εβδομάδες πριν το τεστ. Επίσης, δεν λαμβάνουν τροφές πλούσιες σε φυτικές ίνες (π.χ. όσπρια, φρούτα) και καθαρτικά εντέρου την προηγούμενη ημέρα. Τέλος απαιτείται νηστεία 10 ωρών πριν την προγραμματισμένη συνεδρία. Το τεστ διαρκεί συνολικά 1 ώρα.
Ποιές είναι οι υποκατηγορίες (τύποι) της δοκιμασίας εκπνοής υδρογόνου;
Υπάρχουν συνολικά 5 διαφορετικοί τύποι του τεστ, ανάλογα με το υπόστρωμα (υγρό διάλυμα) που λαμβάνει ο ασθενής πριν την έναρξη της συνεδρίας:
Α. Δοκιμασία εκπνοής υδρογόνου γλυκόζης: Αν ο ασθενής πάσχει από βακτηριακή υπερανάπτυξη λεπτού εντέρου, η ζύμωση του χορηγούμενου διαλύματος γλυκόζης απο την εντερική χλωρίδα γίνεται πριν την απορρόφησή της από το έντερο. Επομένως, παρατηρείται αυξημένη πυκνότητα υδρογόνου στον εκπνεόμενο αέρα και τίθεται η διάγνωση.
Β. Δοκιμασία εκπνοής υδρογόνου λακτόζης: Πολλοί ασθενείς παρουσιάζουν συμπτώματα όπως κοιλιακό πόνο, φούσκωμα και διάρροια μετά τη λήψη γαλακτοκομικών προϊόντων (π.χ. γάλα, τυρί, παγωτά). Το τεστ αυτό επιβεβαιώνει τη δυσανεξία στις τροφές αυτές, χορηγώντας διάλυμα λακτόζης στον ασθενή και ανιχνεύοντας στη συνέχεια αυξημένα επίπεδα εκπνεόμενου υδρογόνου με την ειδική συσκευή.
Γ. Δοκιμασία εκπνοής υδρογόνου φρουκτόζης: Πραγματοποιείται σε ασθενείς με δυσανεξία σε φρούτα, λαχανικά και μέλι (υψηλή περιεκτικότητα φρουκτόζης). Χορηγείται διάλυμα φρουκτόζης πριν την έναρξη της διαδικασίας. Αυξημένη πυκνότητα εκπνεόμενου υδρογόνου θέτει κα πάλι τη διάγνωση.
Δ. Δοκιμασία εκπνοής υδρογόνου σορβιτόλης: Η σορβιτόλη είναι υδατάνθρακας που περιέχεται σε φρούτα, χρησιμοποιείται όμως και ως γλυκαντική ουσία σε αναψυκτικά και τροφές διαίτης. Η δυσανεξία στη σορβιτόλη προκαλεί επίσης κοιλιακό πόνο, φούσκωμα και διάρροια μετά τη λήψη της.
Ε. Δοκιμασία επνοής υδρογόνου λακτουλόζης: Η λακτουλόζη είναι υδατάνθρακας που δεν απορροφάται από το ανθρώπινο έντερο. Ζυμώνεται, όμως, και διασπάται από τη χλωρίδα του παχέος εντέρου και παράγεται υδρογόνο. Η δοκιμασία αυτή χρησιμοποιείται σήμερα για τη μελέτη της κινητικότητας του λεπτού εντέρου (χρόνος διαβασης του λεπτού εντέρου).
Η δοκιμασία επνοής υδρογόνου αποτελεί ένα ανώδυνο, μη επεμβατικό και αξιόπιστο εργαλείο στα χέρια του σύγχρονου γαστρεντερολόγου. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τη διάγνωση της βακτηριακής υπερανάπτυξης λεπτού εντέρου και της δυσανεξίας σε συστατικά τροφών. Οι παθήσεις αυτές συμβάλλουν καθοριστικά στην επιδείνωση των συμπτωμάτων σε ασθενείς με ευερέθιστο εντερο, δυσπεψία και χρόνια διάρροια.
Οι εφαρμογές της δοκιμασίας αυτής στη γαστρεντερολογία συνεχώς διευρύνονται και αναμένεται να επεκταθούν σύντομα και στη μελέτη άλλων παθήσεων του πεπτικού συστήματος.