#08 Ο ακροβάτης | Σωτήρης Παστάκας…
Στο Haggen Dazs στον Πλαταμώνα, βράδυ τέλη Ιουνίου, να ανασαίνει το κυματάκι στα πόδια μας, έτσι καθώς είναι οι πολυθρόνες παραταγμένες, η μια μπροστά από την άλλη, η άλλη πίσω από την μπροστά, κι είμαστε πλάτη και κώλο ο ένας με τον άλλον, Αα! Αα, η απέραντη δημοκρατία του ελληνικού καλοκαιριού!
Το Καλοκαίρι είναι η πιο δημοκρατική εποχή του χρόνου: με ένα μακό κι ένα σορτσάκι δεν διακρίνεται ο βαρδινογιάννης από τον μαραγκό, ο λάτσης από το λογιστή και τον πακιστανό. Ο Χειμώνας υπήρξεν ανέκαθεν αριστοκρατικός: θέλει παλτά και γούνες και φουλάρια και γάντια κι επιγονατίδες και μπότες και καπέλα: αμέσως μπορείς να ξεχωρίσεις τον πλούσιο από τον φτωχό, δεν επιδέχεται συγχύσεις ρόλων. Έτσι, με μια γαβάθα παγωτό της αρεσκείας μου, σορτσάκι και μακό απολαμβάνω την αύρα, που την κάνουν πιο δροσερή τα νέα που φτάνουν από τη Λάρισα με τον υδράργυρο στους 41 βαθμούς, την υγρασία και την άπνοια. Η αποφορά της Λάρισας, φτάνει ως τον Πλαταμώνα κερδίζοντας στη διαδρομή την άφεση και τη συγχώρεση.
Γεωμετρίες ενός απρόσμενου Θέρους, αρχιτεκτονικές μιας σκόρπιας ζωής και πως η διαμόρφωση του χώρου αποτελεί βαθιά συνισταμένη του πολιτισμού της υπό εξέτασιν χώρας. Ποτέ δεν είναι αργά να μελετήσουμε την επίδραση των αρχιτεκτονημάτων μας, το κατασκευαστικό μας μένος μέσω αντιπαροχών κι εργολαβιών και υπεργολαβιών στην καθ’ ημάς συναισθηματική διαμόρφωση του προσωπικού μας κόσμου. Γιατί κτίζουμε τα σπίτια μας τόσο στενά που δεν χωράει να περάσει και να στρίψει ένα φορείο που το κραδαίνουν δύο τραυματιοφορείς; Ένα φέρετρο από τις σκάλες να χωρέσει, να αναπαύσει στο κλάμα μας το νεκρό μέσα από το ξενύχτι; Γιατί;
Αυτή, η στενότητα χώρου, το στρίμωγμα, το στοίβασμα του ενός πάνω στον άλλον, είτε πρόκειται για «Αθηνών Αρένα» είτε για παραλιακό παγωτατζίδικο που πρέπει να αναπτυχθεί μέσα στα δυο μέτρα από το ρείθρο του πεζοδρομίου ως τη θάλασσα, καληώρα στον Πλαταμώνα, θεωρώ πως είναι σύμφυτο της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων, με βαθύτατες επιπτώσεις στην ψυχολογία, την ψυχοσύνθεση και κατά συνέπεια όλης της εν τω βάθη συμπεριφοράς μας, ως λαού και ως άτομα.
Άθελά μου γίνομαι ο αυτήκοος μάρτυς των εξομολογήσεων των συγχωριανών μου: κώλο με κώλο και βρακί με βρακί, τίποτα δεν μου μένει άγνωστο, τίποτα δεν μου μένει να φαντασιωθώ. Αυτή η διαύγεια της προσωπικής ζωής των άλλων στον Ελλαδικό χώρο ανάγεται σε ιδιαίτερο αξίωμα. Η απουσία προσωπικής ζωής μας στερεί τη μεταφυσική των άλλων Ευρωπαίων, και δυτικών εν γένει. Ο Έλληνας στερείται μεταφυσικής γιατί εκεί που κάθεται να απολαύσει το παγωτό του, θέλοντας και μη, γίνεται μάρτυρας του αλλότριου γίγνεσθαι. Και όχι μόνο: συνήθως εγκαλείται να εκφέρει κι αυτός τη δική του άποψη, να συντελέσει θέλοντας και μη στην πραγμάτωση αυτής της «δημοκρατίας» που κρέμεται σαν σπαθί πάνω από το κεφάλι του.
Κάθομαι στο ζαχαροπλαστείο κι ακούω άθελά μου, πως «ναι, ο άντρας μου ήταν πολύ κοινωνικός. Το σπίτι μας ήταν πάντα ανοικτό σε γιορτές και σε φίλους. Όταν έκλειναν τα φώτα και τα πατζούρια όμως, έπεφτε ξύλο. Έβγαζε τη ζώνη του και με κτυπούσε αλύπητα, γιατί έδωσα το χέρι μου στον ένα φίλο του, γιατί χόρεψα το βαλσάκι με έναν άλλον, γιατί απλώς γέλασα με το ανέκδοτο ενός τρίτου…Ναι, ναι, ήταν πολύ κοινωνικός ο μακαρίτης ο άντρας μου…δεν σταματούσε να διοργανώνει πάρτι και να προσκαλεί φίλους και να με τις βρέχει, μέχρι που πέθανε».
(από το βιβλίο «Ο δόκτωρ Ψ και οι ασθενείς του», εκδ. Μελάνι, 2015)